Dictionary of Greek. 2013.
δυσκλεής — και δυσκλής, ές (Α) 1. άδοξος 2. αυτός που έχει κακή φήμη, άτιμος («τεθνᾱσιν αἰσχρῶς δυσκλεεστάτῳ μόρῳ», Αισχ.) … Dictionary of Greek